Η ιστορία των οχυρωματικών έργων της πόλης, ξεκινάει σχεδόν από την αρχή της ίδρυσης της, ως αποικία των Θασίων, στα μέσα του 7ου π.χ. αιώνα. Η αρχαία πόλη , η Νεάπολη, ήταν κτισμένη επάνω στη βραχώδη χερσόνησο. Τοποθεσία που ήταν εκ φύσεως οχυρή, περιβεβλημένη από δύο όρμους, με πρόσβαση στη στεριά μόνο από το βορρά. Περιοχή που είχε μεγάλη στρατηγική σημασία, εφ' όσον εξασφάλιζε την επικοινωνία των Θασίων με τη Θρακική ενδοχώρα και τις εκεί αποικίες τους, τη πλουτοπαραγωγική περιοχή των αρχαίων Φιλίππων και τη περιοχή του χρυσοφόρου Παγγαίου.

Άποψη της χερσονήσου της Παναγίας με
το κάστρο από τις Ανατολικές συνοικίες

Η πρώτη ισχυρή οχύρωση της πόλης, τοποθετείται χρονικά στις αρχές του 5ου π.χ.αιώνα. Αποτελείτο από μεγάλους λιθόπλινθους γρανίτη, που περιέβαλαν την αρχαία πόλη. Απομεινάρια εκείνης της οχύρωσης βρέθηκαν από τον αρχαιολόγο Γ. Μπακαλάκη, στο ανατολικό, στο βόρειο και στο δυτικό μέρος της χερσονήσου. Ιδιαίτερα στο βόρειο μέρος, βρέθηκε υπόλειμμα τείχους που φτάνει σε ύψος τα τέσσερα μέτρα. Τα οχυρωματικά έργα που έγιναν στους επόμενους αιώνες, ακολούθησαν την ίδια ή παραπλήσια τροχιά με το αρχαίο τείχος.

Η πόλη συνεχίζει να διατηρεί τη στρατηγική της σημασία με το πέρασμα των αιώνων. Χαρακτηριστικό γεγονός είναι, ότι η Εγνατία οδός μόνο σε δύο σημεία είχε επαφή με τη θάλασσα και τα λιμάνια, στη Θεσσαλονίκη και στη Καβάλα. Η Νεάπολη ή Χριστούπολη ή Καβάλα ποτέ δεν έχασε τη σημαντικότητα της. Στο μέσο σχεδόν της διαδρομής της Εγνατίας, ένωνε την Ανατολή με τη Δύση και τη Μεσόγειο με το Βορρά.

Η φυσική οχυρή θέση της και οι τεχνητές οχυρώσεις που κατασκευάζονταν, επεκτείνονταν, επισκευάζονταν με τη πάροδο των ετών, της έδιναν ένα επιπλέον πλεονέκτημα. Τον 6ο αιώνα μ.χ., στην εποχή του Ιουστινιανού, αναφέρεται η Νεάπολη από τον ιστορικό Προκόπιο στο " Περί κτισμάτων", σαν μία από τις πόλεις που επισκεύασε το φρούριο της. Αργότερα, με την οργάνωση του βυζαντινού κράτους σε θέματα, η πόλη ως Χριστούπολη πλέον ανήκει στο θέμα του Στρυμώνα. Από μία εντοιχισμένη επιγραφή του 926 μ.χ., χαραγμένη σε πλίνθο μαρμάρου, που ανακάλυψε ο S.Reinach στο νεότερο παραλιακό τείχος της τουρκοκρατίας, πληροφορούμαστε ότι έγινε ανοικοδόμηση των τειχών από το στρατηγό του θέματος του Στρυμώνα, Βασίλειο Κλάδωνα. Το 1185 η πόλη πυρπολείται και καταστρέφεται από τους Νορμανδούς. Στα μέσα του 13ου αιώνα, η πόλη περνά στην εξουσία του αυτοκράτορα της Νίκαιας, Ιωάννη Γ' Βατάτζη. Εκείνη την περίοδο η Χριστούπολη οχυρώνεται καλύτερα. Γι' αυτό και το 1306 αποκρούονται οι Καταλανοί, όπου μαζί με 2.000 Τούρκους κατευθύνονταν προς τη Θεσσαλονίκη, σκορπώντας τον όλεθρο στο πέρασμα τους. Για να εμποδίσει την επιστροφή τους στη Θράκη, ο τότε αυτοκράτορας Ανδρόνικος Β' Παλαιολόγος, έκτισε ένα μακρύ τείχος από το χείλος της θάλασσας ως την κορυφή του βουνού. Η κατασκευή αυτού του τείχους το 1307 μ.χ. αποτελεί σπουδαίο οχυρωματικό έργο, όχι μόνο για τη Χριστούπολη αλλά και για το βυζαντινό κράτος. Επιλέον, το τείχος αυτό είχε και το χαρακτήρα οριοθετικής γραμμής ανάμεσα στη Μακεδονία και τη Θράκη, ενώ την ίδια εποχή εμφανίζεται ο χαρακτηρισμός, "στενά της Χριστοπόλεως". Τμήματα αυτού του τείχους σώζονται μέχρι σήμερα. Δύο πύλες της βυζαντινής αυτής οχύρωσης, μία στην οδό Θεοδώρου Πουλίδου και μία στην οδό Λάμπρου Κατσώνη, ο κεντρικός κυλινδρικός πύργος, καθώς και λείψανα άλλων πύργων της ακροπόλεως.

Η αποθήκη πυρομαχικών στο
εσωτερικό της Ακρόπολης

Το 1387 η πόλη συνθηκολογεί και γίνεται φόρου υποτελής στους Τούρκους, οι οποίοι αναθέτουν τη διοίκηση της στον άλλοτε δεσπότη της Θεσσαλονίκης, Μανουήλ Παλαιολόγο. Το 1391 οι Τούρκοι επιστρέφουν, την κυριεύουν και την καταστρέφουν ολοκληρωτικά. Η πόλη ερημώνει και οι κάτοικοι της σκορπίζουν στις γύρω περιοχές. Η Χριστούπολη θα πάψει να υπάρχει σαν πόλη για 140 χρόνια περίπου. Στο χώρο συνεχίζει μόνο να υπάρχει οχυρωμένο στρατόπεδο και κάστρο μεγάλης σημασίας.

Στις 18 Ιουλίου 1425, 10 Βενετικές γαλέρες είχαν πλησιάσει το κάστρο της Χριστούπολης. Από επιστολή του Βενετού πλοιάρχου PietroJen γραμμένη στις 23 Ιουλίου 1425, μαθαίνουμε ότι υπήρχαν γύρω στους 400 Τούρκους ιππείς και πολλές στημένες σκηνές. Από την ίδια επιστολή μαθαίνουμε επίσης, ότι το κάστρο είχε κατασκευασθεί από τους Τούρκους πριν τέσσερις μήνες. Οι Βενετοί κατέλαβαν το κάστρο και εκδίωξαν τους Τούρκους στα γύρω υψώματα. Συμπλήρωσαν δε την οχύρωση με ένα εξωτερικό καταφύγιο. Οι τούρκοι όμως επέστρεψαν με 12.000 πεζούς και ιππείς και ανακατέλαβαν το κάστρο μετά από εικοσαήμερη πολιορκία.

Η ακρόπολη που βλέπουμε σήμερα, μήκους 65 μέτρων και πλάτους που κυμαίνεται από 17-60 μέτρα, είναι κατασκευή του 15ου αιώνα (1425). Ο εξωτερικός περίβολος της ενισχύεται από δύο τετράγωνους πύργους τοποθετημένους στις βόρειες γωνίες, έναν πολυγωνικό στο μέσο της ανατολικής πλευράς και έναν προμαχώνα στη νοτιοανατολική γωνία. Στο νότιο τμήμα της ακρόπολης υπήρχαν δεξαμενές νερού, αποθήκες πυρομαχικών και τροφίμων, όπως και κτίσματα για τη φρουρά. Κατά την επανάσταση του γένους, η αποθήκη πυρομαχικών, που διασώζεται στις μέρες μας, χρησιμοποιείτο σαν φυλακή για τους αγωνιστές της επανάστασης. Επικοινωνία με τον εξωτερικό περίβολο της ακρόπολης υπήρχε διά μέσου δύο πυλών. Η μία είναι αχρηστευμένη, ενώ η άλλη που βρίσκεται απέναντι της είναι η κύρια είσοδος του φρουρίου.

Εξωτερικός περίβολος της Ακρόπολης.
Συναυλιακός χώρος

Ο επoικισμός και η ίδρυση της νέας πόλης, της Καβάλας, ανάγονται χρονικά στα έτη 1527 ή 1528. Οι πρώτοι κάτοικοι της πόλης ήταν Εβραίοι, που είχαν πάρει μαζί τους οι Τούρκοι κατά την επιστροφή τους από την Ουγγαρία. Η πόλη αρχίζει και μεγαλώνει, ενώ το τείχος της επεκτείνεται για να συμπεριλάβει όλες τις κατοικίες. Η Καβάλα αναμορφώνεται σημαντικά την εποχή του Σουλεϊμάν του Μεγαλοπρεπούς (1521-1566), ο οποίος μαζί με το βεζύρη του Ιμπραϊμ έκτισαν το υδραγωγείο της πόλης (Καμάρες), τον καινούργιο περίβολο της πόλης και πλήθος άλλων κτισμάτων. Ο περίβολος αυτός ξεκινούσε από τον παλιό, έφτανε στο λιμάνι, κατόπιν συνέχιζε κατά μήκος της οδού Βενιζέλου εώς τα νότια της σημερινής κεντρικής πλατείας, όπου και άλλαζε κατεύθυνση για να περάσει μέσα από την πλατεία του Αγίου Νικολάου, εώς την αρχή της οδού Ομονοίας συναντώντας ξανά τον παλαιό περίβολο. Επιπλέον από αναφορές που έχουμε από περιηγητές που πέρασαν από την Καβάλα, μαθαίνουμε ότι η πόλη χωριζόταν με ένα τείχος στην πάνω και στην κάτω πόλη. Το τείχος αυτό, ξεκινούσε από το σημερινό 5ο γυμνάσιο και έφτανε εώς το φρούριο. Η κατασκευή του τείχους αυτού, που σώζεται στις μέρες μας, τοποθετείται χρονικά ανάμεσα στο 1591 και το 1669.

Έκτοτε, δεν υπάρχουν άλλες αναφορές για την κατασκευή κάποιου επιπλέον οχυρωματικού έργου, εκτός βέβαια από τις πιθανές επισκευές των τειχών που συνέβαιναν κατά καιρούς. Εξάλλου, η Καβάλα ποτέ δεν έχασε τη στρατηγική και εμπορική της σημασία, όντας το δεύτερο μεγαλύτερο και σημαντικότερο λιμάνι της βόρειας Ελλάδας, μετά από αυτό της Θεσσαλονίκης. Πάντοτε τύγχανε επιθέσεων (1684, βομβαρδισμός της πόλης από τους Βενετούς, 1771 λεηλασία της πόλης από το Ρωσικό στόλο) και επιδρομών από πειρατικά πλοία. Γ' αυτό το λόγο, έπρεπε πάντοτε να διατηρεί την οχύρωση της σε καλή κατάσταση. Οχύρωση, που είναι εμφανής ακόμη και σήμερα με τη μορφή του εναπομείναντος κάστρου και των τειχών που περικλείουν ακόμα την παλιά πόλη.

Το κάστρο, που χρησιμοποιείται σήμερα για διάφορες καλλιτεχνικές εκδηλώσεις και που μαζί με τις Καμάρες αποτελούν τα σήματα κατατεθέν της Καβάλας.

ΠΗΓΕΣ:
Συνοπτική Ιστορία Της Πόλης Καβάλας: Κωνσταντίνου Ι. Χιόνη
Καβάλα-Οδηγός: Εκδόσεις Ματιές
Εγκυκλοπαίδεια "Δομή"
Επιχειρηματικός Οδηγός Καβάλας: Επιμελητήριο Καβάλας
Η Οχύρωση Της Καβάλας: Νικόλαου Ζήκου